- γκλάβα
- η(λ. σλαβ.), η κεφαλή, το μυαλό: Βάλ’ το καλά στην γκλάβα σου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γκλάβα — η 1. (κοροϊδευτικά) το κεφάλι, το μυαλό 2. φρ. «δεν κόβει η γκλάβα του» δεν αντιλαμβάνεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < (σλαβ.) glava] … Dictionary of Greek
glavă — GLÁVĂ, gláve, s.f. 1. (peior.) Cap, căpăţână, bostan. 2. (înv.) Capitol. (din sl. glava; cf. bg., sb. glavă, pol. glowa, rus. golova, ngr. γκλάβα = încăpăţânat) … Dicționar Român
γκλάβας — ο [γκλάβα] 1. αυτός που δεν είναι έξυπνος, ο χοντροκέφαλος 2. πεισματάρης, ξεροκέφαλος … Dictionary of Greek